- φιλοτέχνης
- ὁ, Αεπιτήδειος τεχνίτης, δεξιοτέχνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. καλλι-τέχνης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοτεχνῶν — φιλοτέχνης masc gen pl φιλοτεχνέω love art pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέχνην — φιλοτέχνης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεχνήμων — ον, Α φιλοτέχνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλοτεχνῶ + κατάλ. ή μων (πρβλ. νο ή μων)] … Dictionary of Greek
φιλοτεχνίτης — ὁ, Α 1. φιλοτέχνης* 2. στον πληθ. οἱ φιλοτεχνῑται επίτιμα μέλη συντεχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τεχνίτης] … Dictionary of Greek
φιλοτέχνου — φιλότεχνος fond of masc/fem/neut gen sg φιλοτέχνης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)